- φελλωτός
- η , ό[ν] пробковый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φελλωτός — ή, ό / φελλωτός, ή, όν, ΝΜ 1. κατασκευασμένος από φελλό 2. επενδεδυμένος με φελλό (α. «φελλωτά παπούτσια» β. «φελλωτὰ σανδάλια», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
φελλωτός — ή, ό αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, ο φέλλινος: Το φελλωτό καραβάκι του παιδιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελλένιος, -ια, -ιο — και φέλλινος, η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φελλό, φελλώδης: Η τάπα του μπουκαλιού είναι φελλένια. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, φελλωτός: Φελλένιο τακούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)